- φρυάττεσθαι
- φρυάσσομαιneighpres inf mp (attic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
шатать — ся, укр. шататися шататься , др. русск. шатати ся блуждать , также хвалиться (Александрия, ХV в.), ст. слав. шѩтаниѥ φρύαγμα (Супр.), сербск. цслав. шѩтати сѩ φρυάττεσθαι, болг. шетам хожу туда сюда, хозяйничаю, прислуживаю , сербохорв. шетати,… … Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера
φρυάσσω — και φρυάττω ΝΜΑ, και φρυάζω Ν (μσν. αρχ. και μέσ. φρυάσσομαι και φρυάττομαι) (για άλογο) φριμάζω, φρουμάζω νεοελλ. (για πρόσ.) καταλαμβάνομαι από μανιώδη οργή («φρύαξε από το κακό του») μσν. αρχ. (ενεργ. και μέσ.) (για πρόσ.) περηφανεύομαι,… … Dictionary of Greek